Κοίταξε ξανά προς τη σκοτεινή γωνία. Τα δύο λαμπερά μικροσκοπικά μάτια εξακολουθούσαν να είναι καρφωμένα πάνω του.
Την μισούσε αυτή την αποθήκη από μικρό παιδί και τώρα που επιτέλους πέθαναν οι καταπιεστικοί γονείς του, στα βαθιά τους γεράματα και αφού τον βασάνισαν αρκετά, έπρεπε να γίνει κάτι γι'αυτό.
Αλλά δεν τα κατάφερνε. Αυτή η σκοτεινή γωνία και το σπινθηροβόλο βλέμμα μέσα της δε τον άφηναν σε ησυχία.
Είχε προσπαθήσει πάρα πολλές φορές, τόσες που είχε καταντήσει σχεδόν ρουτίνα, να πιάσει ότι ήταν αυτό που τον κοιτούσε. Ήταν απελπιστικά μάταιο. Στο δεύτερο ή τρίτο του βήμα τα μάτια έσβηναν απότομα σαν μικρά κεριά που κάποιος ξαφνικά τα φύσηξε.
Αυτή τη φορά όμως είχε άλλο πλάνο. "Δε γίνεται να με νικήσει μέσα στο σπίτι μου" σκέφτηκε.
Θα καθόταν κι αυτός να κοιτάει όσο αντέξει, αυτή ήταν η απόφαση του. "Να δούμε εσένα θα σ'αρέσει;" μουρμούρισε ακουμπώντας την πλάτη του στον απέναντι τοίχο ενώ καθόταν στο σκαμπό του.
Και κοίταγε. Και τον κοίταγαν τα λιλιπούτεια μάτια. Μετά από τρεις ώρες περίπου (τόσες φορές νόμιζε ότι είχε ακούσει το ρολόι να χτυπά) σκέφτηκε μήπως είναι κι αυτό μάταιο. "Όχι" σκέφτηκε αποφασιστικά. "Δε θα χάσω". Και συνέχισε να κοιτά.
Πέρασε η νύχτα, ήρθε η επόμενη μέρα αλλά παρά τον ήλιο η γωνία παρέμενε σκοτεινή. Σκέφτηκε πως δεν ερχόταν στην αποθήκη την μέρα, το θεωρούσε μίζερο. Συνέχισε να συναντά το αντίπαλο βλέμμα και να δίνει τη δική του μάχη. Κύλησε κι άλλη μέρα. Κι άλλη. Κι άλλη..
Τέσσερις ή πέντε μέρες μετά - και δεν ήταν καθόλου σίγουρος τι απ'τα δύο - η πείνα και η δίψα τον είχαν καταβάλει σε αισχρό βαθμό. Ένιωθε ότι το σώμα του σύντομα θα αποκολληθεί απ'τις εγκεφαλικές του λειτουργίες και αυτό ήταν το τελευταίο του οχυρό καθώς η οποιαδήποτε δύναμη του, είχε ξεφτίσει από καιρό.
Το βλέμμα στη γωνία παρέμενε. Ακίνητο όπως ήταν απ'την πρώτη στιγμή. "Με νίκησες τελικά" σκέφτηκε και προσπάθησε να χαμογελάσει ειρωνικά. Αυτή η ειλικρινής προσπάθεια των μυών του προσώπου του ήταν και η τελευταία τους. Ένιωσε το κορμί του να σβήνει και τα μάτια του να κλείνουν αργά και σταθερά.
Κατάφερε να κοιτάξει μια τελευταία φορά προς τη γωνία πριν αφήσει την πνιχτή του οριστική ανάσα. Είδε ένα μικρό τρωκτικό να ξεπροβάλει λιποψυχώντας και μετά τα τελευταία του βήματα να κουρνιάζει πάνω στο πόδι του, ενδεχομένως με ένα μικρό χαμόγελο. Και πάντα κοιτώντας τον στα μάτια.
tik